απροοπτως

απροοπτως
    ἀπροόπτως
    ἀ-προόπτως
    неожиданно, внезапно Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απροοπτως" в других словарях:

  • ἀπροόπτως — ἀπρόοπτος unforeseen adverbial ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόοπτος — η, ο (AM ἀπρόοπτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος 2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. επίρρ. ἀπροόπτως ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. (επίρρ., ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα αρχ. ο μη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»